πατιέμαι

πατιέμαι
πατιέμαι, πατήθηκα, πατημένος βλ. πίν. 59
——————
Σημειώσεις:
πατιέμαι : οι λόγιες μτχ. (από το πατούμαι) απαντώνται ως ουσιαστικά (τα πατούμενα [→ τα παπούτσια] και η πεπατημένη [→ ο συνηθισμένος τρόπος ενέργειας]).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τουρκοπατιέμαι — Ν πατιέμαι, κυριεύομαι από τους Τούρκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + πατιέμαι] …   Dictionary of Greek

  • ενθλίβω — (AM ἐνθλίβω) [θλίβω] πιέζω προς τα μέσα, κοιλαίνω κάτι με πίεση, ζουλώ μσν. 1. σπάζω, συντρίβω («τὴν κεφαλὴν ἐνθλῑψαι», Ιπποκρ.) 2. θλίβομαι, στενοχωρούμαι αρχ. παθ. συνθλίβομαι, πατιέμαι («τὸν βότρυν τὸν ἐν ταῑς ληνοῑς ἐνθλιβόμενον», Γρηγ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”