- πατιέμαι
- πατιέμαι, πατήθηκα, πατημένος βλ. πίν. 59——————Σημειώσεις:πατιέμαι : οι λόγιες μτχ. (από το πατούμαι) απαντώνται ως ουσιαστικά (τα πατούμενα [→ τα παπούτσια] και η πεπατημένη [→ ο συνηθισμένος τρόπος ενέργειας]).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.